Μια ξεχασμένη επέτειος


Εκείνη την αποφράδα ημέρα

1453 μ.Χ. 29 Μαΐου, Τρίτη
 Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι άπιστοι ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.
   Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι τρομεροί γενίτσαροι, τα καημένα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία απάνθρωπα οι Τούρκοι. Οι γενίτσαροι παρακολουθούσαν ποιος Τούρκος στρατιώτης θα πισωγυρίσει και ορμούσαν και τον έσφαζαν μπροστά στους άλλους, ώστε περισσότερο φόβο να έχουν οι Τούρκοι πίσω, παρά εμπρός!
   Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη πρωτοστράτωρα και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών Δεν παλεύανε οι Έλληνες με στρατό, αλλά με θηρία φανατισμένα. Και η αντιστοιχία ήταν 1 δικός μας με 35 Τούρκους και Γενίτσαρους! Και βαστούσαμε 58 ημέρες τώρα, θαύμα στ΄ αλήθεια, θαύμα!
   Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει την πρώτη επίθεση με επιτυχία! Μα ήδη ξεκινούσε δεύτερο κύμα με αλαλαγμούς φοβερούς και σκληράδα θανάτου! Μα ενίσχυση μεγάλη για τους υπερασπιστές σε αυτές τις στιγμές ήταν οι δυναμικοί και φιλικοί ήχοι από τις καμπάνες των Εκκλησιών μας, που δεν έπαυαν να ηχούν και να ενισχύουν τους υπερασπιστές.
   Πλατάγισαν στο αμυδρό φως οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα και τους πύργους της Αυτοκρατορίας! Είχαμε πάρει πάλι τη νίκη!
   Αλλά ήταν ασταμάτητοι οι εχθροί. Και ρίχνονταν τρίτη φορά τώρα με την κύρια δύναμή τους στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!
   Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων. Δεν σταμάτησαν τούτη τη φορά. Σύννεφο σκέπασε με τις σαΐτες τα κάστρα, για να μη ξεμυτίσει κεφάλι ρωμέικο, ώστε να στηρίξουν οι άπιστοι σκάλες στα τειχιά και να φτάσουν απάνω. Και τόσο ούρλιαζαν και φώναζαν το όνομα του Αλλάχ και του προφήτη του, του Μωάμεθ, που είχαν ξεκουφάνει τελείως τους υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν όμως βάλσαμο στην καρδιά τους το γλυκύ όνομα του Χριστού.
  Με τόση ορμή ανέβαινε τούτη το επίλεκτο κύμα που έσπαζαν οι σκάλες από τη μανία τους! Με ορμή άφταστη αμύνονταν όμως και οι πολιορκημένοι! Κι όλοι, γυναίκες, παιδιά, βοηθούσαν με κάθε τρόπο να χρησιμεύουν στους στρατιώτες των επάλξεων!
   "Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν", φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς μας και είδαν όλοι ότι ξεψύχησε η δύναμη και η φωνή των Αγαρηνών και γέμισε δύναμη η ψυχή τους. Μα δεν πρόλαβαν να χαρούν πολύ.
   "Τον Ιουστινιάνη! Χτυπήσαν τον Ιουστινιάνη" φώναξε κάποιος καθώς ο αρχηγός της άμυνας, ο μόνος ξένος που φιλοτιμήθηκε να έρθει να βοηθήσει την Πόλη των Χριστιανών, διπλωνόταν στα δύο, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να μη φωνάξει από τον πόνο, να σταθεί όσο μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε!
   "Βασιλέα, γρήγορα το κλειδί της πόρτας" ψιθύρισε στον Κωνσταντίνο που έτρεξε σιμά του. "Πεθαίνω"
   "Όχι, τώρα γενναίε Ιουστινιάνη. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ, αν φύγεις"
   "Πεθαίνω"
   Λιγοψύχησαν οι δικοί του, οι ηρωικοί πολεμιστές του Ιουστινιάνη, βλέποντας τον αρχηγό τους βαριά λαβωμένο και πήγαν να τον ακολουθήσουν.
   Αυτό ήταν. Χαλάρωσε η άμυνα, στην οποία κάθε πέτρα, κάθε κεραμίδι βυζαντινό, κάθε στρατιώτης, έπαιζε σημαντικότατο ρόλο! Και Θεέ μου! Θεέ μου! Από μια πόρτα, από την Κερκόπορτα είχαν μπει λίγοι Τούρκοι και σήκωσαν μία και μοναδική σημαία απάνω στα τειχιά μας!
   Ουρλιαχτά ακούστηκαν, ενός πανικού, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, αν έμενε στη θέση του ο Ιουστινιάνης, αν δε λαβωνόταν, αν, αν
   Με τη δύναμη όλων των γενεών των Ελλήνων ρίχτηκε στη μάχη τώρα ο ίδιος ο τελευταίος βασιλέας μας. Σήκωνε το σπαθί του και όταν το κατέβαζε απλώνονταν σωρός οι Τούρκοι, που βλέποντας πως κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν με καινούργια ορμή στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που πολεμούσε σαν το λιοντάρι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος! Στο πιο αδύναμο μέρος της άμυνας!
   Ο πανικός απλωνόταν, οι στρατιώτες του Ιουστινιάνη έφευγαν αν και απολύτως ζωτικοί για την άμυνα! "Οι Τούρκοι, οι Τούρκοι" ακούγονταν ακόμα πιο πολλές φωνές πανικού, βλέποντας το λυσσασμένο κύμα των Γενιτσάρων να σπάει τις αφύλακτες πια θέσεις των ανδρών του Ιουστινιάνη και να περικυκλώνει τον Αυτοκράτορα, που πολεμούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, με όλη την πνοή της ανδρείας του!
  "Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω"!
   Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το "εάλω"! Η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, η Πόλη του Θεέ μου "εάλω"!
  Γύρισε κατάκοπος το κεφάλι του ο Κωνσταντίνος. Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!
   "Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;" φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των σκυλιών! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν Μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση.
   Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! Ένας Γενίτσαρος τον είχε λαβώσει πισώπλατα! "Εάλω η Πόλιςςςς" ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή. Και όπλισε με τέτοια δύναμη τον βασιλέα, που γύρισε τραυματισμένος και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι του άτιμου που τον χτύπησε!
   Καινούριο κύμα Τούρκων χίμηξε από τα χαλάσματα μέσα! Όσοι είχαν απομείνει πάλευαν τώρα 1 με 20!
   Μακάρι να μπορούσε εκεί να είναι όλη η Ελλάδα, όλες οι γενιές, να δουν τι θα πει πατρίδα, να δουν τι θα πει Πίστη!!! Μακάρι να ήταν εκεί όλα τα Έθνη, για να ξέρουν, για να τρέμουν από δέος, για να βουρκώνουν τα μάτια τους όταν θα λένε Ελλάδα και Ρωμιοσύνη, όταν θα μιλούν για Κωνσταντινούπολη και για Ιστορία της Ανθρωπότητος! Μακάρι να ήταν εκεί όλοι οι Δάσκαλοι, όλοι οι Εκπαιδευτικοί της Ελλάδας και του Κόσμου, για να διδάσκουν στα παιδιά της γης, τον τιτάνιο αγώνα που έδωσε μόνος του ο Ελληνισμός, αιώνες, για να κρατήσει τον Ισλαμισμό και τον Τουρκισμό έξω από την Ευρώπη, μακριά από τη Δύση, για να μπορούν εκείνοι, να είναι σήμερα εφευρέτες και καλλιτέχνες και χορευτές και διανοούμενοι και εύποροι και έμποροι και αφέντες.
   Πάλι σήκωσε το σπαθί ο Κωνσταντίνος! Πάλι πολεμούσε για την Πίστη, όπως είχε πει στον τελευταίο λόγο του και για την Πατρίδα! Ζωτικές αξίες που θα επαναλάμβανε 400 χρόνια αργότερα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Γιατί αυτό και το ίδιο είναι τούτο το Γένος στους αιώνες! Μακριά από το Χριστό χάνεται και κοντά Του ξαναγεννιέται!
   Γέμισε ο τόπος τούρκικα σαρίκια! Ένα δόρυ σφενδονίστηκε καταπάνω του και τον ήβρε τον ΗΡΩΑ στο στήθος! Χαλάρωσε η λαβή του! Λύγισαν τα γόνατα! Τα μάτια του έγιναν βαριά! Οι φωνές έπαψαν να ακούγονται! Τα ουρλιαχτά πια δεν τον άγγιζαν! Ο Αετός φτερούγιζε για τα ουράνια! Να βάλει μετάνοια πια μπροστά στον ολόλαμπρο θρόνο του Υψίστου Βασιλέως, να σμίξει με τους παλιούς ήρωες, που τον περίμεναν δακρυσμένοι στα ουράνια, κάτω από το Θρόνο του Κυρίου της Ζωής και της Ανάστασης! Είχαν προλάβει με απανωτές τους Πρεσβείες, με μπροστάρισα την ίδια τη Βασίλισσα των Αγγέλων και είχαν αποσπάσει τη μεγάλη και βεβαία υπόσχεσή Του:
"Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σας θα 'ναι"!!!


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ


τραγωδία
Νίκου Καζαντζάκη

    «Γράφτηκε για πρώτη φορά το 1944 και σε δεύτερη γραφή το 1949. Η τελική, τρίτη, γραφή του έγινε σε δεκατρισύλλαβο στίχο το Μάρτη 1951. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία το 1953 με υπότιτλο “ο εθνικός θρύλος της Αλώσεως” κι έγινε όπερα απ’ το Μανόλη Καλομοίρη. Παίχτηκε απ’ την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στις 16 Αυγούστου 1962.
    »Με πλαίσιο την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη δίνονται σε αδρές γραμμές οι κοινωνικοϊστορικές συνθήκες που οδήγησαν στην πτώση. Η ιστορική διάσταση επικρατεί σε βάρος  της μεταφυσικής, που αρχικά φαινόταν σαν η μόνη διαφυγή. Κάθε ελπίδα βοήθειας απ’ την Παναγία εγκαταλείπεται και ο λαός, οι άρχοντες και το ιερατείο μένουν χωρίς στήριγμα να παλέψουν με τις λίγες δυνάμεις που τους απόμειναν ενάντια στον πανίσχυρο εχθρό που τους πολιορκεί.
    »Μέσα στο θρησκευτικό φανατισμό, τη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία τού λαού και την απελπισμένη προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισώσει τα προνόμιά της, προβάλλει η ηρωική μορφή τού τελευταίου αυτοκράτορα που, ξέροντας το μάταιο της αντίστασης κι ενώ του ήταν δυνατό να σωθεί, αποδέχεται συνειδητά τη θυσία και το χρέος του. Ο μονόλογός του στο τέλος της δεύτερης πράξης είναι μεγαλειώδης από θεατρικής και νοηματικής άποψης κι εκφράζει όλο το δυναμισμό και την ψυχική του ανάταση πάνω από κάθε ελπίδα, πίστη ή φόβο.
    »Στο σημείο αυτό κορυφώνεται το δραματικό στοιχείο τού έργου [...].»

(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο του Νίκου Καζαντζάκη»
στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.) ………………………………………………………………………………………………………………………………………………

    «Σ’ εκείνη την τραγική νύχτα της 28 προς 29, τοποθετεί το έργο του ο Καζαντζάκης. Είναι οι τελευταίες ώρες της μακράς αγωνίας τού Βυζαντίου. Η σύγχυση και ο φόβος κυριαρχούν στους δρόμους της Βασιλεύουσας. Τα θεμέλια που στήριζαν τη φεουδαρχική τάξη και την αυτοκρατορική εξουσία έχουν καταρρεύσει οριστικά. Στις τάξεις και τα στρώματα του άλλοτε στέρεου Κράτους –τους ευγενείς, τον κλήρο, τον λαό και τους σκλάβους– απλώνεται η διχόνοια και ο τρόμος. Φήμες για βοήθεια από τη Δύση και για θεϊκή βοήθεια αναμιγνύονται με άσχημους οιωνούς και κατηγορίες για παράδοση της ορθόδοξης πίστης στον Πάπα και πρόκληση της οργής τού Θεού. Ένας έξαλλος πυροβάτης διακρίνει στον αέρα τούς τρεις αρχαγγέλους της Αποκάλυψης και προφητεύει ξανά και ξανά την καταστροφή. Οι ξέφρενες κραυγές του και το άτακτο πηγαινέλα του λαού είναι τα στοιχεία που δίνουν, στην Πρώτη Πράξη, τον πίνακα της φρίκης της τελευταίας νύχτας της Κωνσταντινούπολης. Στο βάθος, η μεγαλοπρέπεια της Αγια-Σοφιάς, ο πένθιμος ήχος από τις καμπάνες και ο απόηχος των μυστικών βυζαντινών ψαλμών συμπληρώνουν το πλάνο.
    »Αυτή η εικόνα προετοιμάζει την εμφάνιση της μορφής του Κωνσταντίνου, του οποίου η ευγενική ψυχή υψώνεται αγνή και θλιβερή πάνω από μια θάλασσα παθών και μικροπρεπών συμφερόντων. Η Δεύτερη Πράξη μάς παρουσιάζει διάφορες ιστορικές προσωπικότητες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου. Ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να φέρει την ειρήνη μεταξύ τους και να συνεχίσει την αντίσταση ενάντια στους Οθωμανούς. Έπειτα, πρέπει να προσπαθήσει να κατευνάσει τους ευγενείς, που περισσότερο αγχώνονται να φροντίσουν τα σπίτια τους και τα φεουδαρχικά τους προνόμια παρά την άμυνα, και τον λαό που, πεινασμένος και λεηλατημένος, θέλει πρώτ’ απ’ όλα ψωμί και ανακωχή.
    »Στη μέση της γενικής τυφλότητας, ο Κωνσταντίνος, που ήρθε στην Πόλη για να λάβει ένα στέμμα από αγκάθια και όχι αυτοκρατορικό, αρνείται να σκεφτεί την προσφορά σωτηρίας που έκανε ο Μουχαμέτης. Θα μπορούσε να απαλλάξει την πόλη από την καταστροφή· να επιστρέψει στον γλυκύ και καλλιεργημένο Μυστρά, στην Πελοπόννησο· να κρατήσει τη ζωή του και ένα θρόνο και να δημιουργήσει το κέντρο μιας νέας Ελλάδας. Όμως, θα συνεχίσει τον δρόμο της θυσίας, παρ’  ότι μπορεί να είναι μάταιος. Έχει επιλέξει το πιο δύσκολο μονοπάτι. Θα υπερασπιστεί μέχρι τέλους την Πόλη που εμπιστεύτηκαν στα χέρια του, “τη χαρά κι ελπίδα όλων των Ελλήνων”. Του έχουν ορίσει να παραδώσει το αυτοκρατορικό στέμμα στον αρχηγό τού Μοναστηριού της Παρθένου, τον φοβερό και φανατικό Ηγούμενο, που πιστεύει πως είναι το όργανο της θείας σωτηρίας. Όταν η διένεξη με τον άγριο μοναχό λύνεται, είναι ήδη αργά. Ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στο πόστο του στην Πύλη τού Ρωμανού, όπου θα πεθάνει ηρωικά.
     »Η τελευταία Πράξη περιορίζεται στο να δώσει δραματική μορφή στον δημοφιλή θρύλο για τον “μαρμαρωμένο Βασιλιά”, ο οποίος θα ξαναζωντανέψει την ημέρα που οι χριστιανοί θα ξαναμπούν στην Κωνσταντινούπολη.

Στο παρακάτω απόσπασμα, ο συγγραφέας βάζει το Φραντζή, αξιωματούχο του παλατιού και αυτόπτη μάρτυρα της Άλωσης, να διηγείται τις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα:

Ολόστερνη φορά τον είδα καβαλάρη
στις πρώτες πρώτες λάμψεις της αυγής να τρέχει,
τους ξεπνεμένους μας συντρόφους να γκαρδιώνει.
Δεξά του ο δούκας Νοταράς, ζερβά του ο μέγας
Καρυστινός σαν γερο-αρχάγγελος χιμούσε,
κι ολομπροστά, με τους σαράντα Κρητικούς του,
έσκαβε στράτα μες στις σάρκες ο Χαρκούτσης.
Έλαμπαν όλοι σαν αρχάγγελοι, και τρέχαν
τα αίματα πηχτά απ’ τις θεϊκές φτερούγες!
Γυρίζει ο βασιλιάς στους συντρόφους, κι ακούστη,
μες στης βαριάς σφαγής το σάλαγο, η φωνή του:
«Ομπρός, κουράγιο, αδέρφια, μη φοβάστε! Αθάνατοι
λογιούμαστε Έλληνες, ντροπή να ντροπιαστούμε!»
Μιλούσε κι έκοβε με το σπαθί του δρόμο
μες στη Τουρκιά, δεξά ζερβά, και προχωρούσε…
Μα ξάφνου θάμπωσαν τα μάτια μου. Στις πρώτες
του ήλιου αχτίδες σαραντάπηχο είδα αράπη
βαρύ στην άγια κεφαλή μπαλτά να σκώνει.
Σέρνω φωνή, χιμώ να σκοτωθώ μαζί του-
μα πέρα μ’  έσπρωξαν,με πέταξαν, και μόνο
σπαραχτικιά κραυγή γρικώ μες στην αντάρα:
«Αχ, δεν υπάρχει χριστιανός εδώ κανένας
να πάρει το κεφάλι μου;»





Δεν υπάρχουν σχόλια: